- αβγολόγος
- ο1. αυτός που αγοράζει αβγά από ορνιθώνες για μεταπώληση2. αυτός που μαζεύει αβγά από τους ορνιθώνες3. αυτός που κλέβει αβγά από τους ορνιθώνες4. αυτός που αγαπάει υπερβολικά να τρώει αβγά, ο αβγοφάγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αβγό + -λόγος < λέγω (= μαζεύω).ΠΑΡ. αβγολογώ].
Dictionary of Greek. 2013.